Η γήρανση είναι ένα αναπόφευκτο φυσιολογικό φαινόμενο για κάθε ζωντανό οργανισμό.
Η ανθρωπότητα από τα πρώιμα κιόλας χρόνια πο^τισμού, αγωνιωδώς αναζήτησε να βρει
απαντήσεις τόσο στο φαινόμενο της γήρανσης όσο και του θανάτου, αναπτύσσοντας ποικίλες
φιλοσοφικές και θρησκευτικές θεωρίες, ενώ πλήθη επιστημόνων, αλλά και αλχημιστών,
ασχολήθηκαν διακαώς με την ανεύρεση του “ελιξήριου της ζωής”. Σήμερα το φαινόμενο της
γήρανσης απασχολεί ολόκληρη την κοινωνία και αντιμετωπίζεται πολυσύνθετα από διάφορους επιστημονικούς κλάδους (βιοϊατρικές, κοινωνιολογικές και οικονομικές επιστήμες).
Οι βιοίατρικές επιστήμες στοχεύουν στην κατανόηση των βιολογικών αιτιών της γήρανσης
και εάν αυτές σχετίζονται με γενετικούς παράγοντες ή/και με το περιβάλλον.
Οι κοινωνιολογικές επιστήμες από την πλευρά τους προσπαθούν να κατανοήσουν αλλά και να δώσουν λύσεις στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι της “τρίτης
ηλικίας’. Τέλος, οι οικονομικές επιστήμες αλλά και η ίδια η Πολιτεία καλούνται να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της ολοένα αυξανόμενης διάρκειας ζωής.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ένα από τα κριτήρια του πολιτισμού μιας κοινωνίας θεωρείται ο βαθμός μέριμνας προς τα ηλικιωμένα μέλη της.
Καταρχήν είναι αναγκαίο να δοθεί μια σύντομη διευκρίνιση για τον τίτλο της ομιλίας, μια και
σε ορισμένα φυλλάδια που κυκλοφόρησαν αναφέρεται λανθασμένα ως «”Τρίτη ηλικία”. Πολιτικές και κοινωνικές ιδοτυπίες του παρόντος και του μέλλοντος». Η παραδρομή όμως είναι ενδιαφέρουσα και οδηγεί σε δυό παρατηρήσεις. Η πρώτη, οι κοινωνικές και πολιτιστικές ιδιοτυπίες δεν παύουν να είναι και πολιτικές ή καλύτερα οι κοινωνικο-πολιτιστικές επιλογές προϋποθέτουν ένα πολιτικό πλαίσιο και ενπραγματώνονται χάρη σ’ αυτό, ωστόσο αυτή η παρουσίαση επικεντρώνεται στις κοινωνικές και πολιτιστικές διαστάσεις της “τρίτης ηλικίας”.
Η δεύτερη, η κοινωνικο-πολιτιστική θεώρηση αποτελεί έναν απο τους σχετικά αυτόνομους τρόπους ανάλυσης της τρίτης ηλικίας δηλαδή διατείνεται ότι φωτίζει την “τρίτη ηλικία” με το δικό της ξεχωριστό τρόπο.
Μέχρι τώρα σ’ αυτό τον κύκλο εισηγήσεων οι προηγούμενοι ομιλητές προσέγγισαν το θέμα, αρχικά, από βιολογική σκοπιά, δηλαδή το πώς οι βιολόγοι προσπαθούν να μελετήσουν το υπόστρωμα του γήρατος, να κατανοήσουν τους βιολογικούς και φυσικοχημικούς μηχανισμούς που οδηγούν στο μοιραίο φαινόμενο της γήρανσης (Ι). Στη συνέχεια, από οικονομική καθώς οι οικονομολόγοι προσπαθούν να σταθμίσουν τις επιπτώσεις του γήρατος στη λειτουργία της οικονομίας(2). Τέλος, είναι γνωστό πλέον ότι στο χώρο των ιατρικών επιστημών, περιοχές γνώσης και πρακτικής έχουν αναδυθεί με τις ονομασίες γηριατρική ή /και γεροντολογία.
Η προσέγγιση που θα ακολουθήσει και που στοχεύει να αναλύσει την τρίτη ηλικία ως κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο, συνίσταται στη διατύπωση ερωτημάτων ορισμένης υφής και στην αναζήτηση πιθανών απαντήσεων σ’ αυτά τα ερωτήματα. Οι κοινωνικές επιστήμες διατείνονται ότι τα ερωτήματα αυτά διατυπώνονται στο όνομα της αυτονομίας και αυτοτέλειας τους και ότι αυτά αποτελούν ένα μέρος των δυνατών ερωτημάτων γύρω απο την “τρίτη ηλικία”. Η προαναφερόμενη αυτονομία / αυτοτέλεια είναι αναμφίβολα σχετική και το νόημα της σχετίζεται με την αυτονομία / αυτοτέλεια και των άλλων επιστημονικών περιοχών (π.χ. ιατρικών, βιολογικών, πολιτικών, οικονομικών). Ποια μπορεί όμως να είναι αυτά τα ερωτήματα;
Το πρώτο, και ίσως το βασικότερο, σχετίζεται με τις αιτίες για τις οποίες το ζήτημα της τρίτης ηλικίας
απέκτησε κεντρική και σημαίνουσα θέση. Καθώς τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι συζητήσεις για την “τρίτη ηλικία”, τα ακόλουθα ερωτήματα προκύπτουν σχεδόν αυτονόητα από πότε ο διάλογος γίνεται πιό συστηματικός(5); πώς μιλάμε για την τρίτη ηλικία; με ποιους όρους, με ποιες έννοιες; ποια σχήματα ανάλυσης; ποια ρητορική επιστρατεύουμε για να αναφερθούμε στην “τρίτη ηλικία”; Τέλος, καθώς τα άτομα ζουν, μιλούν, δρουν στο όνομα των ηλικιωμένων ατόμων “κατασκευάζουν” ένα τόπο, μια κατάσταση δυναμικά εξελισσόμενη: την “τρίτη ηλικία”. Ποιοί μηχανισμοί εντέλει επιτρέπουν αυτή την μορφοποίηση;
με ποια άλλα ζητήματα – θέματα η “τρίτη ηλικία” συσχετίζεται για να δημιουργηθούν γαλαξίες νοημάτων; Ίσως, τα προηγούμενα ερωτήματα να δίνουν την εντύπωση ότι είναι αφηρημένα και θεωρητικά, ωστόσο όπως θα φανεί στη συνέχεια, μπορούν να μεταφραστούν σε άμεσα και χειροπιαστά συμβάντα και προβλήματα. Τα ίδια ερωτήματα αποτελούν βέβαια, τη βάση και την προοπτική μιας κοινωνικο-πολιτιστικής προσέγγισης και ως τέτοια φιλοδοξεί να συμβάλει στην πιο πλήρη κατανόηση της “τρίτης ηλικίας”.
Πτυχές και ανακατατάξεις
Οριοθέτηση
Πριν έναν αιώνα το να είναι κανείς 40 χρονών, ήταν ήδη “γέρος”.Επίσης η Ευρώπη χαρακτηρίζεται “γηραιά ήπειρος” για να τονιστεί η διαφορά με την αμερικάνικη, το “νέο κόσμο” εδώ βέβαια οι ηλικίες υπολογίζονται με τους αιώνες. Ωστόσο σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού της Έτσι η έκφραση “γηραιά ήπειρος” μπορεί να διαβαστεί σε δύο επίπεδα: ιστορικό και πραγματολογικό.
Αν ήταν δυνατόν να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και επισκεπτόμαστε ένα νεκροταφείο τον 18ο ή
τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, θα βλέπαμε στους τάφους όλες τις ηλικίες ενώ σ’ ένα σύγχρονο νεκροταφείο θα παρατηρούσε κανείς την επικράτηση των μεγάλων ηλικιών.
Σ’ όλες τις κοινωνίες υπήρχαν άτομα (συνήθως λίγα) που ξεπερνούσαν ηλικιακά το μέσο όρο
ζωής και ήταν οι “ηλικιωμένοι”, οι “γέροντες”. Για να υπάρξει όμως η “τρίτη ηλικία” θα έπρεπε να συμβούν μια σειρά γεγονότων όπως οι κατακτήσεις της Δημόσιας Υγείας, η αποτελεσματικότητα της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής, η οικονομική ανάπτυξη, τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης ώστε οι κοινωνίες να δημιουργήσουν μια νέα νοητική κατηγορία και ονοματίσουν έναν ειδικό τρόπο υπόστασης μέσα στην κοινωνία. Η “τρίτη ηλικία” αναφέρεται σ’ αυτή τη νέα κοινωνική ομάδα, αυτή τη νέα κατάσταση (1). Κάτι ανάλογο ισχύει για την “παιδική ηλικία” και την “εφηβεία”, που αναδύθηκαν ως κατηγορίες στους τελευταίους αιώνες. Βέβαια σ’ όλες τις κοινωνίες υπάρχουν παιδιά και έφηβοι, αλλά μόνο οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνουν και κατονομάζουν την ειδική κοινωνική κατάσταση – υπόσταση με τους όρους “παιδική ηλικία” ή “εφηβεία”.
Η ανάδυση της “τρίτης ηλικίας” ως κατάστασης και ως συμβολικής τάξης αποτελεί ένδειξη και
απόδειξη το πώς οι σύγχρονες κοινωνίες συλλαμβάνουν και αντιλαμβάνονται τα συστατικά τους στοιχεία, πώς διακρίνει τις φάσεις στη ζωή των μελών της και πώς τους διανέμει υποχρεώσεις και δικαιώματα. Είναι σχεδόν μοιραίο να γίνεται, ήδη, συζήτηση για την “τέταρτη ηλικία” καθώς αυξάνουν τα άτομα που ξεπερνούν τα ογδόντα χρόνια.
Πολιτιστική υποβάθμιση
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τις κοινωνίες σε “κρύες” και “ζεστές” με κριτήριο, αν οι κοινωνίες είναι η όχι στραμμένες προς τη μεταβολή. Οι παραδοσιακές κοινωνίες, οι κοινωνίες χωρίς γραφή ήταν προσαρμοσμένες στην αναπαραγωγή των δομών, των σχημάτων, και των προτύπων. Στο ερώτημα “γιατί οι άνθρωποι ζουν στις κοινωνίες τη σύντομη ζωή τους”, η απάντηση σ’ αυτές τις κοινωνίες της συνέχειας ήταν να “δώσουμε στα παιδιά μας αυτό που μας έδωσαν οι γονείς μας”. Ενώ στις σύγχρονες κοινωνίες το ερώτημα απαντιέται διαφορετικά: “να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό μέλλον, καταρχήν και πιθανά
καλύτερο απ’ αυτό που μας έδωσαν οι γονείς μας”, οι κοινωνίες της προόδου, της συσσώρευσης, οι “ζεστές” κοινωνίες είναι στραμμένες στην καινοτομία(4). Στην πρώτη περίπτωση, η “τρίτη ηλικία” αποτελεί το θεματοφύλακα, την αναφορά και το πρότυπο, ενώ στη δεύτερη ο ρόλος της συρρικνώνεται καθώς η “τρίτη ηλικία” θεωρείται ως όριο για ξεπέρασμα και όχι μια “σίγουρη” αξία. Διαπιστώνεται ότι όχι μόνο αναδύεται μια νέα ομάδα και ένας όρος “η τρίτη ηλικία” αλλά και η κοινωνική και πολιτιστική υπόσταση της αποκτάει ειδικό νόημα σε σχέση με το συνολικό κοινωνικο-πολιτιστικό γίγνεσθαι της κοινωνίας, της οποίας αποτελεί στοιχείο και κατάσταση. Διαπιστώνεται επίσης ότι απο τις “κρύες” στις “ζεστές” κοινωνίες η “τρίτη ηλικία” κερδίζει σε ποσότητα και σε ακρίβεια ως προς την οριοθέτηση της αλλά χάνει σε εμβέλεια σχετικά με το ρόλο της και τη συμβολική της επιρροή.
Όρια και διαφορές
Η στατιστική δείχνει ότι στα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική αύξηση των ανθρώπων με ηλικίαπάνω απο τα εξήντα χρόνια και όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί. Αλλά τίθενται δύο ερωτήματα: πώς ορίζονται οι ηλικίες ώστε να διακριθούν η τρίτη ή και η τέταρτη ηλικία; έχουμε δικαίωμα να αναφερόμαστε στην “τρίτη ηλικία” ως κοινωνική ομάδα ; Καταρχήν το πρώτο όριο έρχεται απο την ηλικία σύνταξης που είναι ένας αριθμός που προκύπτει με κριτήρια θεσμικά και οικονομικά. Τα όρια αυτά βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο των συζητήσεων και πολεμικής σε σχέση με τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής πολιτικής. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ μέχρι πριν μερικά χρόνια η νόμιμη ηλικία για τη σύνταξη ήταν για παράδειγμα (Γαλλία 60, Βέλγιο 65, Γερμανία 63, Ισπανία 65, Ιαπωνία 55 γυναίκες 60 άντρες (μισθωτούς), 60 και 65 αντίστοιχα για τους μη μισθωτούς).
Έτσι η “τρίτη ηλικία” είναι μια κοινωνική ομάδα που η οριοθέτηση της προκύπτει ύστερα απο μια πολύπλοκη κοινωνική διεργασία, όπου υπεισέρχεται μια πληθώρα ετερογενών κριτηρίων
(βιολογικά, φυσιολογικά, οικονομικά, θεσμικά, πολιτικά).
Πέρα όμως από το γεγονός, ότι τα όρια δεν είναι καθορισμένα αλλά είναι αποτελέσματα περιορισμών και διαπραγματεύσεων στο εσωτερικό της ομάδας, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές και ανισότητες. Ωστόσο, αν συγκριθεί η “τρίτη ηλικία” στο σύνολο της ως προς τον τρόπο ύπαρξης της τον 19ο και τον 20ο αιώνα, οι βελτιώσεις είναι σαφείς και σημαντικές, αν όχι εκπληκτικές. Για παράδειγμα η μιζέρια και η ανία που ήταν κυρίαρχα γνωρίσματα της “τρίτης ηλικίας” του προηγούμενου αιώνα είναι πιο ελέγξιμα σήμερα κι οπωσδήποτε η συνολική υποστήριξη της “τρίτης ηλικίας” είναι ασύγκριτα πιο συστηματική, πλήρης και γενικευμένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θύλακες όπου η
μιζέρια και η ανία έχουν εξαλειφθεί ή ότι δεν υπάρχουν σοβαρά περιθώρια βελτίωσης των συνθηκών ζωής των ηλικιωμένων. Εξάλλου η κρίση του κράτους πρόνοιας θέτει νέους περιορισμούς στη στήριξη της “τρίτης ηλικίας”. Η γενική εικόνα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει με τον ίδιο τρόπο για όλα τα μέλη της ομάδας. Για παράδειγμα στον τομέα της υγείας οι διαφορές και οι ανισότητες είναι πολύ μεγάλες: μερικά άτομα (ηλικίας 65-85) θα περάσουν τη ζωή τους σε νοσοκομεία, σε ιδρύματα και θα ζήσουν δύσκολες και “γκρίζες καταστάσεις” ενώ μερικά άλλα θα περάσουν ίσως τα καλύτερα τους χρόνια και οι συνθήκες διαβίωσης τους ίσως να είναι οι καλύτερες από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα. (Η αναφορά αυτή γίνεται βέβαια για τις τεχνολογικά και οικονομικά προηγμένες κοινωνίες).
Θα ήταν δυνατόν να παρατεθούν κι άλλες διαφοροποιήσεις και ανισότητες μεταξύ των μελών της κοινωνικής ομάδας (τρίτη ηλικία) – για παράδειγμα, η διάρκεια της επιβίωσης σε σχέση με το επάγγελμα, την κατοικία, τις πιθανότητες αυτοκινητιστικού ατυχήματος, τους οικονομικούς πόρους. Ωστόσο ο στόχος εδώ είναι να φανεί η υφή της ομάδας αυτής, δηλαδή το ευμετάβλητο των ορίων της καθώς και η ύπαρξη διαφορών και ανισοτήτων στο εσωτερικό της. Γεγονός που οδηγεί και στο ερώτημα, σε ποιο βαθμό είναι επιστημονικά έγκυρο να χρησιμοποιούμε τους όρους “τρίτη ηλικία ή και κοινωνική ομάδα”;
Τρόπος ζωής
Ποιος είναι όμως, ο τρόπος ζωής των σύγχρονων ηλικιωμένων; Θα παρατεθούν μια σειρά απο ενδείξεις όπου διαφαίνεται ότι η ζωή τους έχει αλλάξει ή τουλάχιστον η “τρίτη ηλικία” διεκδικεί και αναζητεί ένα τρόπο όχι μόνο επιβίωσης αλλά ζωής με νόημα, δραστηριότες και ικανοποιήσεις.
Οικονομικός πρωταγωνιστής
Η “τρίτη ηλικία” αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα οικονομικά ομάδα κι αυτό διαπιστώνεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
(ι) Η “τρίτη ηλικία”, μολονότι τα έσοδα τους είναι μικρότερα απ’ αυτά που είχαν όταν ήταν στην
ενεργό δράση, διαθέτει αγοραστική δύναμη πάνω από το μέσο όρο του ενεργού πληθυσμού.
(η) Τα ποσά που εισπράττει είναι μεγαλύτερα απ’ αυτά που εισέπρατε όταν είχε ηλικία τριάντα χρόνων.
(m) Τα χρήματα αυτά έρχονται με κανονικό ρυθμό και δεν υπάρχει (ακόμη) η αγωνία της ανεργίας.
(ιν) Συνήθως τα παιδιά των ηλικιωμένων έχουν ήδη γίνει ενήλικοι και έτσι δεν βαρύνουν τους
γονείς τους.
(ν) Η “τρίτη ηλικία” δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει οικονομίες και οι επενδύσεις για ακίνητα και αγορές οικιακής υποδομής είναι λιγότερο συχνές.
Σ’ αυτό το πνεύμα, η “τρίτη ηλικία” αποτελεί έναν κύριο πρωταγωνιστή στην οικονομική ζωή,
καταναλωτές στους τομείς: υγεία, διατροφή, ψυχαγωγία – ταξίδια ή ως ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας και χρηματικών τίτλων. Η προηγούμενη εικόνα προκύπτει από μια στατιστική επεξεργασία και κρύβει βέβαια τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των ηλικιωμένων και την τραγική κατάσταση ορισμένων μελών της ομάδας αυτής.
Η επιβράδυνση
Η παραδοσιακή εικόνα του ηλικιωμένου που περνάει το χρόνο του στο καφενείο ή στην τηλεόραση αρχίζει να αλλάζει αισθητά. Πολλοί ηλικιωμένοι γίνονται μέλοι συλλόγων, σωματείων, ΚΑΠΗ, αναζητούν δραστηριότητες στην κοινότητα, στον εθελοντισμό(8). Παράλληλα ενστερνίζονται τα διδάγματα της πρόληψης για την επιβράδυνση των συνεπειών του γήρατος. Σ’ αυτό το πνεύμα, επιδίδονται σε αθλητικές δραστηριότητες (ελαφράς μορφής οπωσδήποτε, όπως περμάτημα), αλλάζουν τις διατροφικές συνήθειες και γίνονται πιο προσεκτικοί στο κάπνισμα και στην κατανάλωση αλκοόλ. Και σε πολύ μικρό βαθμό, αλλά κι αυτό είναι ενδεικτικό, οι ηλικιωμένοι εγγράφονται σε πανεπιστήμια ή σε αντίστοιχα εκπαιδευτικά τμήματα για την “τρίτη ηλικία”. Τέλος ένα άλλο τμήμα αυτού του πληθυσμού ασχολείται με εργασίες του σπιτιού (π.χ. μικροεπισκευές, κήποι) δημιουργώντας έτσι μια παράλληλη οικονομία. Η τάση αυτή και το γεγονός ότι δημιουργήθηκε και η υπόσταση των προσυνταξιούχων οδηγεί σε νέα υποκατηγορία της “τρίτης ηλικίας”, τους “νέους ηλικιωμένους”. Δηλαδή μια ομάδα που φρόντισε και φροντίζει να διατηρήσει ικανότητες και δυνατότητες (σωματικές και διανοητικές) ώστε να είναι δρών υποκείμενο – π.χ. να έχει ένα επάγγελμα (χωρίς αμοιβή) που τον καθιστά όμως χρήσιμο για την κοινότητα. Η επιλογή είναι κρίσιμη για την ψυχολογική κατάσταση του ηλικιωμένου ατόμου γιατί του επιτρέπει να έχει μια ενεργή θέση στην κοινότητα, να δημιουργεί σχέσεις με το περιβάλλον του και να δίνει ένα επιπλέον νόημα σ’ αυτή τη φάση της ζωής του.
Προνόμιο
Η “τρίτη ηλικία” διαθέτει ελεύθερο χρόνο, στοιχείο που την καθιστά σχεδόν “προνομιούχο”
καθώς στις σύγχρονες κοινωνίες ο χρόνος και ο τρόπος εργασίας γίνεται όλο και πιο προγραμματισμένος, οργανωμένος και αποσπασματικός. Επίσης ο ρυθμός των μεταβολών γίνεται όλο και πιο έντονος, με αποτέλεσμα η χρονικότητα να βιώνεται ως γραμμική, μονοδιάστατη, συσσωρευτική και αναπόφευκτη.
Η “τρίτη ηλικία” όντας εκτός της παραγωγής ζει μιαν άλλη χρονικότητα, που είναι σχεδόν το
“υπέρτατο αγαθό” γι’ αυτούς που εμπλέκονται στις παραγωγικές διαδικασίες.
Ο χρόνος αυτός μπορεί να είναι ένα πολύτιμο “στρατηγικό όπλο” στο πλαίσιο της οικογένειας ή της κοινότητας. Για παράδειγμα ο χρόνος που μπορεί να δοθεί στα άλλα μέλη της οικογένειας από τους ηλικιωμένους αποτελεί μια κρίσιμη συνεισφορά στη λειτουργικότητα των οικογενειών. Δεδομένου ότι οι σύγχρονες κοινωνίες τείνουν να διαπραγματεύονται και να οργανώνονται σύμφωνα με τους διαθέσιμους πόρους (χρήματα, χρόνος, συναισθήματα, πολιτιστικό κεφάλαιο), η “τρίτη ηλικία” μπορεί να προσφέρει και χρόνο και συναισθηματική βοήθεια. Έτσι ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι μόνο μια προσωπική δυνατότητα αλλά και μέσο δημιουργίας κοινωνικών δεσμών. Από έρευνες η λέξη “σύνταξη’’ τη συνδυάζεται με οικογένεια (80%), ταξίδια (75%), ελευθερία (74%) τηλεόραση, έξοδοι, θεάματα (62%), συμμετοχή σε σωματεία (51%), ψάρεμα και κυνήγι (39%).
Σεξουαλικότητα
Ο χώρος της σεξουαλικότητας είναι το πεδίο που η “τρίτη ηλικία” δεν έχει κατορθώσει να επιτύχει ουσιαστική αλλαγή. Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι η σεξουαλική τους ζωή είναι περιορισμένη, 65% πάνω απο 70 χρονών δηλώνουν ότι δεν έχουν σεξουαλικές σχέσεις και μόνο 12% ότι έχουν. Ψυχολογικοί και πολιτιστικοί λόγοι και όχι φυσιολογικοί ή βιολογικοί εξηγούν την κατάσταση αυτή. Στις δυτικές κοινωνίες η “σεξουαλικότητα” συνδέεται ακόμη με τη νεότητα, την ομορφιά. Σ’ αυτό το πνεύμα η “τρίτη ηλικία” διεκδικώντας το δικαίωμα στη σεξουαλική ζωή θα πρέπει να μεταβάλει σειρά πρακτικές και νοοτροπίες.
Σχέσεις με τις άλλες γενιές
Η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης έχει δημιουργήσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κοινωνική κατάσταση καθώς τρεις και τέσσερις γενεές συνυπάρχουν στην ίδια οικογένεια. Αυτό δημιουργεί ένα ειδικό πρόβλημα καθώς οι ηλικιωμένοι μπρορεί να αποτελέσουν ένα μεγάλο βάρος, όταν αυτοί έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας ή έχουν χάσει την αυτονομία τους. Από την άλλη πλευρά οι αποστάσεις στους τρόπους ζωής μεταξύ των γενεών δεν είναι μικρές.
ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Παρακάτω εκτίθενται ορισμένες απόψεις για τους ηλικιωμένους.
Σημειώστε τις τρεις που θεωρείτε περισσότερο σωστές.
- Οι ηλικιωμένοι δεν καταλαβαίνουν πόσα πράγματα άλλαξαν στην κοινωνία.
- Δεν καταλαβαίνουν τί αρέσει στους νέους.
- Η γενιά μου δεν θα έπρεπε να πληρώνει συντάξεις των ηλικιωμένων.
- Η γενιά μου έχει ευθύνη απέναντι στους ηλικιωμένους.
- Δεν υπάρχει πρόβλημα με τους ηλικιωμένους.
- Δεν θα άφηνα τους γονείς μου να ζήσουν σε οίκο ευγηρίας.
- Δεν θα ήθελα να φροντίζω τους ηλικιωμένους της οικογένειας.
- Είναι ευθύνη του κράτους να το κάνει.
- Οι ηλικιωμένοι θα έπρεπε να μένουν το περισσότερο δυνατό ενεργοί.
- Δεν θα έπρεπε οι ηλικιωμένοι να διατηρούνται στη ζωή με φάρμακα.
- Οι ηλικιωμένοι θα έπρεπε να βοηθούν και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους νέους.
Περισσότερο από κάθε άλλο νέο της Ευρώπης (54,6%) οι Έλληνες απαντούν ότι δεν θα άφηναν τους γονείς τους να ζήσουν σε οίκο ευγηρίας. Γενικότερα οι νέοι της Ευρώπης ανιτμετωπίζουν τους ηλικιωμένους συνανθρώπους τους με την εύλογη διαφοροποίηση στον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης της ζωής, που παραδοσιακά υφίσταται ανάμεσα στους νέους και τους ηλικιωμένους κάθε εποχής.
Αυτή η δεδηλωμένη διαφορά στις αντιλήψεις – το 38,8% των νέων θεωρεί ότι οι ηλικιωμένοι δεν καταλαβαίνουν τις αλλαγές στην κοινωνία – δεν εμποδίζει τους σημερινούς νέους να επιδεικνύουν υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στις ανάγκες των ανθρώπων της “τρίτης ηλικίας”. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 35,9% των νέων δεν θα άφηνε ποτέ γονείς και συγγενείς σε κάποιο οίκο ευγηρίας, ενώ το 34,6% νιώθει ότι η νέα γενιά έχει ευθύνες απέναντι στους ηλικιωμένους.
Αντίθετα μόλις το 5,8% των νέων πιστεύει ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση να πληρώνουν για τις συντάξεις των ηλικιωμένων. Το 21,3% δηλώνει ότι οι κρατικοί φορείς πρέπει να επωμισθούν την ευθύνη για τους ηλικιωμένους.
Από την άλλη, μια σημαντική μερίδα των νέων (28%) πιστεύει ότι, έστω κι αν τα χρόνια περνούν, ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να εγκαταλείπει τον εαυτό του και την προσπάθεια για μια αξιοπρεπή ζωή. Ένα μικρό ποσοστό νέων (5,3%) έχει βγάλει ano το μαυλό του την ιδέα να φροντίσει ένα συγγενή (πρωτίστως τους γονείς) όταν θα χρειαστεί, λόγω γηρατειών.
Επίσης ένα σημαντικό ποσοστό (10,3%) θεωρεί ότι η ζωή των ηλικιωμένων δεν θα πρέπει να επιμηκύνεται με τη βοήθεια της Ιατρικής.
Πιο αναλυτικά, απ’ όλους τους Ευρωπαίους, αυτοί που ασκούν περισσότερο κριτική στους ηλικιωμένους ότι δεν καταλαβαίνουν τις αλλαγές στην κοινωνία, είναι οι νέοι της Ισπανίας και της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου.
Στην ιδέα του γηροκομείου, εκτός από τους Έλληνες, είναι επίσης αρνητικοί και οι Ιταλοί, οι
Ιρλανδοί και οι Ισπανοί. Οι νέοι της Μεσογείου, επίσης, είναι οι θετικότεροι στην ιδέα να έχουν έναν ηλικιωμένο άνθρωπο μέσα στο σπίτι. Τα υψηλότερα ποσοστά των νέων που αισθάνονται υποχρεωμένοι να δείχνουν φροντίδα απέναντι στους ηλικιωμένους καταγράφονται στην Ιρλανδία, τη Γερμανία και την Αγγλία.
Αν τώρα δούμε όλα τα ερωτήματα ανάλογα με τα κοινωνικά – δημογραφικά χαρακτηριστικά, η
κατηγορία που παρουσιάζει τις πιο έντονες διαφοροποιήσεις είναι εκείνη που κατατάσσει τους νέους ανάλογα με το θρήσκευμα. Οι ορθόδοξοι – στη διαμόρφωση αυτού του ποσοστού συμβάλλουν προδήλως τα Ελληνόπουλα – περισσότεροι ano κάθε άλλον (49%) δεν προτιμούν να αφήνουν τους ηλικιωμένους τους σε οίκους ευγηρίας. Όπως επίσης περισσότερο από κάθε άλλον (29%) και ότι η πολιτεία οφείλει να μεριμνά για τη φρονττίδα των ηλικιωμένων. Οι προτεστάντες εκτιμούν ότι οι ηλικωμένοι οφείλουν να είναι δυναμικοί και δεν πρέπει να παραιτούνται από τη ζωή.
Οι μεγάλες προκλήσεις
α) Συμβολική τάξη
Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι στραμμένες προς τη μεταβολή, την καινοτομία και τη συνεχή υπέρβαση των προτύπων. Σ’ αυτό το πνεύμα, η νεότητα αποκτά μια σημαντική συμβολική ισχύ (αρκεί να παρατηρηθεί με ποιους τρόπους η “νεότητα” χρησιμοποιείται στην προώθηση των προϊόντων και τη δημιουργία κοινωνικών αναπαραστάσεων), ενώ η “τρίτη ηλικία” μπορεί να προκαλεί ακόμη το σεβασμό, δεν μπορεί ωστόσο να διεκδικήσει το ρόλο του ορόσημου και της αναφοράς για τα τεκταινόμενα και τα μελλούμενα.
Παρόλη την υποχώρηση στο συμβολικό επίπεδο οι τεχνολογικά προηγμένες χώρες μέχρι και πρόσφατα είχαν κατορθώσει να στηρίζουν την “τρίτη ηλικία”.
Τα τελευταία χρόνια όμως διαπιστώνεται ότι ακριβώς αυτή η επιτυχία αρχίζει να γίνεται ένας
δύσκολος περιορισμός στην κοινωνική πολιτική. Το γεγονός αυτό αρχίζει να διαβρώνει την προηγούμενη εικόνα και να θέτει το δίλημμα για την υπόσταση της “τρίτης ηλικίας”, τόσο στο συμβολικό όσο και στο άμεσα υλικό .
β)Οι δύο ημερομηνίες
Ποια είναι όμως τα γεγονότα που καθορίζουν τη μελλοντική τροχιά της “τρίτης ηλικίας” στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών; Επιλεκτικά δίνονται ορισμένα στοιχεία για να φανεί η υφή των νέων προκλήσεων:
(l). Η αύξηση του ποσοστού της “τρίτης ηλικίας” στον πληθυσμό θα συνεχισθεί και θα φθάσουν στη φάση της σύνταξης οι γενιές μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο – το γνωστό “baby boom 1945-50”.
(ii). Οι επιτυχίες της ιατρικής επιστήμης και της Δημόσιας Υγείας έχουν επιτρέψει την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης ταυτόχρονα όμως η ελάττωση της γονιμότητας (1,8 ως μέσος όρος) θα επιδεινώσει την όλη κατάσταση. Αν δε ο δείκτης γονιμότητας πέσει στο 1,4 (όπως φαίνεται να γίνεται για ορισμένες χώρες της Ευρώπης), τότε η κατάσταση μπορεί να γίνει και δραματική – δηλαδή να φθάσει το ποσοστό της “τρίτης ηλικίας” στο 27% του πληθυσμού το 2050.
(iii). Έρευνα που έγινε στο παρελθόν (ΕΜΠ) διαπίστωνε ήδη ότι το 1993 η Αθήνα γηράσκει καθώς οι ηλικιωμένοι αυξήθηκαν κατά 23% σε δέκα χρόνια κι αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία της πόλης.
(iv). Σε μια άλλη ερευνητική εργασία Κοδοσάκη (Πανεπιστήμιο Πειραιώς) είχε προβλεφθεί ότι το 2000 στη χώρα μας ο πληθυσμός άνω των 60 χρόνων θα φθάσει το 17%. (Είχε μάλιστα εντοπίσει 1765 άτομα 406 άνδρες και 1359 γυναίκες, που έζησαν 100-115 χρόνια). Το 1998, το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας έδινε ότι το ποσοστό 20,2 του συνολικού πληθυσμού είναι άτομα ηλικίας ανω των 60 και 3,2 % άνω των 80, ποσοστά απο τα μεγαλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (όπως ήδη αναφέρθηκε).
(v). Ένα απο τα σενάρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει :
- μια ελάττωση του πληθυσμού των νέων κάτω των 20 ετών κατά 9,5 εκατομύρια δηλαδή
11% του σημερινού αριθμού
- μια ελάττωση του πληθυσμού των ενηλίκων σε ηλικία εργασίας (20-59 χρονών) κατά 13 εκ.
ή 6% του σημερινού αριθμού
- μια αύξηση του πληθυσμού των ενηλίκων σε σύνταξη (πάνω απο 60 χρονών) κατά 37 εκ. ή
50% του σημερινού αριθμού.
Η γήρανση αυτή του πληθυσμού έχει σημαντικές επιπτώσεις, οικονομικο-κοινωνικής υφής, και μπορεί να θεωρηθεί ως μια σοβαρή απειλή της κοινωνικής πολιτικής, όπως αυτή αναπτύχθηκε στην Ευρώπη. Οι συντάξεις και η φροντίδα της υγείας για την “τρίτη ηλικία” θα πρέπει να αναθεωρηθούν με τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού της “τρίτης ηλικίας”. Η κατάσταση φαίνεται εύγλωττα απο τα ακόλουθα στοιχεία
1955: 10 εργαζόμενοι για 1 συνταξιούχο
1980: 3 εργαζόμενοι για 1 συνταξιούχο
1998: 2 εργαζόμενοι για 1 συνταξιούχο
Η διακομματική επιτροπή της Ελληνικής Βουλής διαπιστώνει ότι η αναλογία εργαζομένων –
συνταξιούχων και στη χώρα μας είναι 2 προς 1. Και ότι σε 11 νομούς της χώρας μας παρουσιάζεται ελάττωση του πληθυσμού μέχρι και 11%.
(vi). Στην Αγγλία υπολογίστηκε το 1982 ότι είναι αναγκαία η αύξηση των δαπανών για το σύστημα Υγείας κατά 1% κατ’ έτος σε σταθερές τιμές λόγω της ετήσιας αύξησης των ηλικιωμένων. Τελικά η Κοινοβουλευτική Επιτροπή πρότεινε 2% αύξηση: 1% για την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, 0,5% για τις νέες τεχνολογίες και 0,5% για τους ειδικούς κυβερνητικούς στόχους.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η επιτυχής λειτουργία του κοινωνικού κράτους που (μαζί με άλλους παράγοντες) απολήγει στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και του μέσου όρου ζωής, υπονομεύει την ανάπτυξη, αν όχι και την ίδια τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους μέσω της αύξησης του αριθμού των δαπανηρών και μη παραγωγικών χρηστών του.
Οι προηγούμενες ενδείξεις και τάσεις επιτρέπουν να λεχθούν ότι η “τρίτη ηλικία” αρχίζει να
παρουσιάζεται ως πρόβλημα – ζήτημα και το πρόλβημα της γήρανσης – των καλών γηρατειών
(well ageing) αρχίζει να μοιάζει ως δύσκολος στόχος. Σ’ αυτή την προοπτική είναι το έτος 2025, καθώς η δημογραφική δομή του πληθυσμού, η πυραμίδα των ηλικιών και η κοινωνική πολιτική θα βρεθούν σε αναντιστοιχία κι αυτό μπορεί να προκαλέσει δραματικές ανακατατάξεις στο χώρο της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής των ευρωπαϊκών χωρών. Μια τέτοια ανακατάταξη θα ‘χει σημαντικές συνέπειες στο πως αντιλαμβάνονται τις “ηλικίες”, “τις γενιές”, την “αναπαραγωγή”, “το θάνατο”.
Οι πιθανές απαντήσεις
Οι προβλέψεις είχαν ήδη διατυπωθεί απο τη δεκαετία του 1980. Έκτοτε αναζητούνται λύσεις και έχουν διατυπωθεί διάφορα σενάρια για την ανέλιξη του όλου προβλήματος. Σε μια πρόσφατη ευρωπαϊκή προσπάθεια τέθηκε το ερώτημα το πώς η επιστήμη, η τεχνολογία και η καινοτομία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του ζητήματος της γήρανσης του πληθυσμού. Η Επιτροπή των εμπειρογνωμόνων πρότεινε τρεις χώρους, τρεις άξονες για καινοτομικές δράσεις :
α) Επιμήκυνση του χρόνου εργασίας.
β) Στήριξη δραστηριοτήτων, κινητικότητας και της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων.
γ) Ιατρική και κοινωνική φροντίδα των ηλικιωμένων με τρόπο συνολικό και συνεκτικό, με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών (τηλεπικοινωνίας και πληροφορίας).
Στο πλαίσιο αυτών των αξόνων προτάθηκαν επίσης οι ακόλουθες προτεραιότητες για μια δραστηριότητα έρευνας, καινοτομίας και τεχνολογίας:
α) Τεχνικές συνεχούς ή διαβίου εκπαίδευσης.
β) Τεχνολογίες και οργανωτικοί μέθοδοι για πιο “ευλίγιστες” (flexible) μορφές εργασίας.
γ) Σχεδιασμός προϊόντων και διεργασιών για όλες τις ηλικίες – για την αποφυγή έμμεσης μείωσης της ηλικίας.
δ) Νέες υποδομές για την μετακίνηση και τις μεταφορές.
ε) Εφαρμογές των τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφόρησης
στ) Μελέτη και διεπιστημονική κατανόηση των μηχανισμών γήρανσης (βιοχημική, επιδημιολογική, κοινωνική και Δημόσια Υγεία).
ζ) Τεχνολογίες για νέες μορφές πρόληψης και περίθαλψης.
η) Ιατρικές τηλεπικοινωνίες για αποκεντρωμένες υπηρεσίες υγείας.
Είναι σαφές ότι το προηγούμενο σύνολο αξόνων και προτεραιοτήτων απαιτεί ένα συντονισμό
δράσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και απαιτεί επίσης τη σύμπραξη πολλών θεσμών και ομάδων (ερευνητών, τραπεζών, βιομηχανίας κ.α.). Το προτεινόμενο σχέδιο δεν είναι παρά ένα σημείο αναφοράς και μια αφετηρία. Ως τέτοιο μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για ειδική συμβολή της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας στο όλο πρόβλημα. Πάντως, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, και για να λυθεί έχει ανάγκη απο τη σύζευξη λύσεων όχι μόνο ερευνητικών ή τεχνολογικών αλλά και πρωτοβουλιών κοινωνικής και πολιτιστικής υφής (π.χ. νέες μορφές αλληλεγγύης, νέες μορφές συμμετοχής στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής).
Η “τρίτη ηλικία” στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, σ’ έναν κόσμο ανακατατάξεων και ανατροπών καλείται να βρει έναν νέο τόπο που δεν θα ‘ναι κρίσιμος για την ίδια, αλλά ταυτόχρονα για την πορεία των σύγχρονων κοινωνιών.
Με μια άλλη έκφραση, καθώς η “τρίτη ηλικία” αλλάζει, την ίδια στιγμή θέτει το ερώτημα της
μορφής και του νοήματος της υπόστασης της όχι μόνο γι’ αυτήν, αλλά για την κοινωνία και την
ανθρωπότητα: δηλαδή, θέτει ερωτήματα: τί είναι αυτό που αλλάζει; και εν τέλει πώς το παρόν ανοίγεται σ’ αυτό το απροσδιόριστο μέλλον ;
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Σε μια εποχή πλήρους απορρύθμισης των οικονομικών και εργασιακών σχέσεων, καθώς οι κοινωνικοί δεσμοί πλήττονται θανάσιμα από την κυριαρχία του ατομικιστικού πνεύματος σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, τι μπορεί να σημαίνει η λέξη αλληλεγγύη;
Αλληλεγγύη είναι μια λέξη φορτισμένη με ποικίλα νοήματα, μια λέξη την οποία κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται διαφορετικά: άλλοτε ως ατομική φιλανθρωπία και ανιδιοτελή προσφορά προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, άλλοτε ως υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων και δικαιωμάτων μιας επαγγελματικής ομάδας και άλλοτε ως δέσμευση «σιωπής» ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας).
Στην πορεία της Ιστορίας ποικίλα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα έβαλαν τη σφραγίδα τους στις αναπαραστάσεις που έχουμε για την αλληλεγγύη. Ορισμένες απ’ αυτές είναι: οικογένεια και «υποχρέωση» να βοηθάει ο ένας τον άλλον στα δύσκολα, χριστιανισμός και φιλανθρωπία, συνδικαλισμός και εργατικές διεκδικήσεις, αλλά και εθνική ομοψυχία, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Δεν είναι ίσως τυχαίο που, μέσα στη βαθιά κρίση που βιώνει η χώρα, ακόμη και οι πολιτικοί ηγέτες χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για να ζητήσουν τη στήριξη άλλων κρατών στο πλαίσιο μιας -αμφισβητούμενης- ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η ατομική αλληλεγγύη γίνεται κοινωνική στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν το κράτος αναλαμβάνει να εγγυηθεί το δικαίωμα όλων στην υγεία, την εργασία, την εκπαίδευση. Η συνδρομή στους φτωχούς, τους αδύναμους, τους ασθενείς, τους άνεργους και στους ηλικιωμένους οργανώνεται και ρυθμίζεται από την κρατική εξουσία που, ακόμη και σήμερα, ιδρύει «Ταμεία Αλληλεγγύης» κάνοντας έκκληση στην ατομική και κοινωνική ευαισθησία των προνομιούχων απέναντι στους μη προνομιούχους.
Σήμερα που το κράτος πρόνοιας αδυνατεί να υπάρξει και μολονότι ο φόβος απέναντι στον Άλλο διογκώνεται, εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, έξω από κόμματα, ομάδες και ιδεολογίες, επιμένουν να προσφέρουν κάτι από τον εαυτό τους κόντρα στη σαρτρική ρήση «Η κόλαση είναι οι άλλοι».Jean Paul Sartre
Ίσως επειδή, για να αντέξει κανείς την κόλαση, χρειάζεται να βρει το νήμα που τον ενώνει με τους άλλους, ένα νήμα που διαρκώς κόβεται από διαχωρισμούς και αποκλεισμούς, μικρές και μεγάλες απάτες, ορατές και αόρατες μορφές βίας. Ίσως, επειδή προβάλλει βασανιστικά η αναγκαιότητα να επαναπροσδιορίσουμε τι σημαίνουν κοινωνία και εαυτός ως ύστατη προσπάθεια να δώσουμε νόημα στο παρόν και το μέλλον.
Η ανάπτυξη του Εθελοντισμού είναι άρρηκτα συνυφασμένη και συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της Κοινωνίας Πολιτών. Τι είναι Κοινωνία Πολιτών; Είναι ένας ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη και ένα πλέγμα διαδράσεων ανάμεσα σε οργανώσεις που εκουσίως συστήνουν οι πολίτες. Η Κοινωνία Πολιτών είναι ένα αντιστήριγμα στην Πολιτική Κοινωνία, δηλαδή το κράτος και συγχρόνως χώρος εθελούσιας και ανιδιοτελούς συμμετοχής σε ένα πολιτικό και κοινωνικό σύνολο.
Η ΕΝΝΟΙΑ «ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ»
Ο όρος ‘ποιότητα ζωής’ έχει περάσει πολλές ιστορικές φάσεις και έχει λάβει πολλές ερμηνείες. Έχει απασχολήσει από αρχαιότατους χρόνους τους Έλληνες φιλοσόφους.
Ο Αριστοτέλης ήταν ο μεγαλύτερος στοχαστής της αρχαιότητας, φιλόσοφος και θεμελιωτής πολλών επιστημών και δημιουργός της Λογικής. Στο σύγγραμμά του «Ηθικά Νικομάχεια» αναπτύσσεται από τον Αριστοτέλη η φιλοσοφική ανάλυση της λέξης ευδαιμονία και ορίζεται ως «ένα είδος (λογικής) ψυχικής ενέργειας στα μέτρα της τέλειας αρετής». Δηλαδή, στην έννοια αυτή υπάρχει συγκερασμός της συναισθηματικής- ψυχικής κατάστασης του ατόμου και ενός είδους «λογικής ενέργειας» Θεωρείται από τον φιλόσοφο η ευδαιμονία ως το «τέλειο και αυτάρκες αγαθό», που αποτελεί τον τελικό σκοπό των πράξεων του ανθρώπου. Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι «οι περισσότεροι σχεδόν συμφωνούν, διότι και το πλήθος των απλών ανθρώπων όσο και οι μορφωμένοι παραδέχονται ότι το σπουδαιότερο αγαθό είναι η ευδαιμονία και θεωρούν πως η ποιότητα ζωής (ευ ζην) και η ευημερία (ευ πράττειν) είναι το ίδιο πράγμα με την ευδαιμονία»
Ο όρος «ποιότητα της ζωής» αναδείχθηκε μέσα από τις έρευνες για τις συνθήκες
ζωής που αναπτύχθηκαν προς τα τέλη του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, αγκαλιάζοντας τελικά στη δεκαετία του ’30 ένα φάσμα φαινομένων που οδήγησε στη χρησιμοποίηση του όρου. Με αυτή την έννοια η έρευνα για την ποιότητα της ζωής εμφανίσθηκε αρχικά στις Η.Π.Α. Το 1929 ιδρύθηκε στις Η.Π.Α. η πρώτη προεδρική επιτροπή για την καταγραφή των συνθηκών της ζωής διαφόρων στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας και των τάσεων διαφοροποίησής τους. Ακολούθησαν κι άλλες μελέτες, κυρίως στις Η.Π.Α. στη δεκαετία του ΄30 για να συνεχισθούν, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη δεκαετία του ΄50 και στις άλλες προηγμένες χώρες του κόσμου. Από το 1970 και πέρα έχουν γίνει πολλές επιστημονικές συζητήσεις και έχουν γραφεί αρκετές μελέτες με θέμα την ποιότητα της ζωής. Από τις έρευνες αυτές διαπιστώθηκε ότι η ποιότητα της ζωής είναι μια ιστορική κατηγορία, δηλαδή μία έννοια που το περιεχόμενό της αλλάζει σύμφωνα με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά, τις κυρίαρχες αξίες της ζωής και το δυναμισμό των κοινωνικών δυνάμεων, που βλέπουν μπροστά και αγωνίζονται για έναν ανώτερο τρόπο ζωής. Έχει, όμως, ο όρος ορισμένα σταθερά σημεία, που σχετίζονται με τη ‘φυσικότητα’ και την ‘κοινωνικότητα’ του ανθρώπου.
Η ποιότητα ζωής είναι ένας όρος, που έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς από φιλοσόφους, ψυχολόγους, θεολόγους, ποιητές και πολιτικούς. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθοριστεί ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της «ποιότητας ζωής». Στην λογοτεχνία για την μέτρηση της υγείας ο όρος της ποιότητας της ζωής εμφανίζεται κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ΄80. Μετά το 1980 αυτός ο ορισμός ενέπνευσε του ερευνητές της ποιότητας ζωής στο να επινοήσουν τεχνικές και να εξελίξουν εργαλεία για να αξιολογήσουν και να μετρήσουν την υγεία σε επίπεδο φυσικό, διανοητικό και κοινωνικών διαστάσεων της ευημερίας.
Η έννοια της ποιότητας ζωής αναπτύχθηκε κυρίως στις Κοινωνικές Επιστήμες, εφαρμόστηκε όμως και σε άλλα επιστημονικά πεδία, όπως στην Ιατρική και στον χώρο της υγείας γενικότερα ως καθημερινό ποθητό επίτευγμα. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970, κοινωνικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι και πολιτικοί άρχισαν να επιδεικνύουν ενδιαφέρον για τις έννοιες «ποιότητα ζωής» και «επίπεδο ζωής». Το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώθηκε στην προσπάθεια των ειδικών να αντιμετωπίσουν προβλήματα που προκαλούνται από τις ανισότητες κατανομής των πόρων και αφορούν το γενικό «ευ ζην» της κοινωνίας, σε συσχετισμό και με τις ανησυχίες που γεννά η προοδευτική αύξηση του πληθυσμού συγκρινόμενη με το ρυθμό ανάπτυξης των φτωχών χωρών.
Η ποιότητα ζωής είναι μια πλούσια σε περιεχόμενο έννοια και αποτελεί ένα πολυδιάστατο φαινόμενο. Το πλούσιο περιεχόμενό της απαιτεί αφενός την προσέγγιση πολλαπλών διαστάσεων της ποιότητας ζωής και αφετέρου την εκτίμηση της κάθε διάστασης με πολλαπλές ερωτήσεις. Όταν επιχειρείται ο προσδιορισμός της ποιότητας ζωής με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση και μέτρησή της, τότε γίνεται αντιληπτό ότι ενέχει πολλαπλές και αλληλοεπιδρώμενες διατάσεις, που δυσχεραίνουν το έργο της μέτρησης. Είναι κοινώς αντιληπτό ότι η ποιότητα ζωής είναι μια πολυδιάστατη έννοια αποτελούμενη από διάφορες συνθήκες ή συστατικά. Αρκετές μελέτες έχουν αναλύσει ποιες συνθήκες εμπλέκονται σε διάφορα σημεία της ζωής και σε διάφορες κουλτούρες και πληθυσμούς. Όπως με κάθε άλλη αφηρημένη ή πολυδιάστατη έννοια, η μέτρηση της ποιότητας ζωής μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς και διάφορους τρόπους.
Η ποιότητα ζωής έχει ερμηνευθεί ως η δυνατότητα διάθεσης πόρων προς κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και η ύπαρξη των παραμέτρων εκείνων που σχετίζονται με την κοινωνία και το περιβάλλον. Άλλοι συγγραφείς τονίζουν την υποκειμενική εκτίμηση του ατόμου αναφορικά με την ποιότητα ζωής και το ευ ζην.
Όπως είναι εμφανές, στους παραπάνω ορισμούς της ποιότητας ζωής
παρατηρείται ένα διαχωρισμός μεταξύ των «αντικειμενικών» και «υποκειμενικών»
παραμέτρων. Εντούτοις ο συνδυασμός αυτών των παραμέτρων είναι αναγκαίος. Η ποιότητα ζωής ορίζεται «ως το να είναι η ζωή καλή» και αξιολογείται με κριτήρια υποκειμενικά αλλά και αντικειμενικά, που καθορίζονται από την εκτίμηση των εξωτερικών συνθηκών. Έγκυροι δείκτες για τον προσδιορισμό της ποιότητας ζωής είναι η υγεία, το φυσικό περιβάλλον, η ποιότητα του χώρου στέγασης και άλλες προϋποθέσεις.
Η έρευνα έχει δείξει ότι η καλή υγεία, η λειτουργική δυνατότητα, η αίσθηση της
προσωπικής επάρκειας ή η χρησιμότητα, η κοινωνική συμμετοχή, τα κοινωνικά δίκτυα, ειδικά η ύπαρξη των φίλων, η κοινωνική στήριξη και το επίπεδο εισοδήματος έχουν αναφερθεί συχνά ότι είναι σημαντικά. Η υποκειμενική αυτοαξιολόγηση της ευημερίας, και η υγεία έχουν αναφερθεί ότι είναι ισχυρότερες από τα αντικειμενικά οικονομικά ή κοινωνικοδημογραφικά κριτήρια στην εξήγηση της διαφοράς στις εκτιμήσεις της ποιότητας ζωής.
Οι πρόσθετοι κοινωνικοί παράγοντες, που έχουν αναφερθεί ότι είναι βασικά συστατικά της ποιότητας της ζωής, περιλαμβάνουν το κοινωνικό κεφάλαιο και τη συνοχή. Διάφορες άλλες ψυχολογικές μεταβλητές έχουν υποτεθεί επίσης ως βασικοί προφητικοί παράγοντες της αντιληπτής ποιότητας ζωής, αυτοί περιλαμβάνουν το επίπεδο προσαρμογής, την αυτοκυριαρχία, το ηθικό και τον αυτοσεβασμό, την αντίληψη για τον έλεγχο κατά τη διάρκεια της ζωής, των κοινωνικών συγκρίσεων και των προσδοκιών της ζωής, των προκαταλήψεων, των κοινωνικών αξιών αισιοδοξία-απαισιοδοξία, των πεποιθήσεων, των φιλοδοξιών και των κοινωνικών προτύπων σύγκρισης .Είναι κατά ένα μεγάλο μέρος άγνωστο που μεσολαβούν αυτές οι κοινωνικές και ψυχολογικές μεταβλητές. Οι άνθρωποι όμως έχουν διαφορετικές προτεραιότητες.
Παραδείγματος χάριν, οι ηλικιωμένοι ήταν πιθανότερο να δώσουν προτεραιότητα στην υγεία, ενώ οι νέοι ήταν πιθανότερο να δώσουν προτεραιότητα στην εργασία.
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ
Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν γίνει πολλές ερευνητικές προσπάθειες, για να
σχεδιασθούν και να σταθμισθούν πίνακες, κατάλογοι, ερωτηματολόγια, δείκτες,
βαθμολογήσεις, που στοχεύουν στην αποτύπωση διαφόρων πεδίων και διαστάσεων της ποιότητας ζωής. Έχουν χρησιμοποιηθεί εργαλεία μέτρησης λειτουργιών και δραστηριοτήτων, ψυχικών νόσων και ψυχικής υγείας, κοινωνικής υποστήριξης, αντίληψη του ατόμου για την υγεία του και την παροχή υπηρεσιών.
Διαστάσεις της ποιότητας ζωής είναι
α) καλή υγεία,
β) ανεξαρτησία,
γ) ενεργητικότητα,
δ) καλές κοινωνικές/ υγειονομικές υπηρεσίες,
ε) καλές οικογενειακές και φιλικές σχέσεις,
στ)καλή σύνταξη/ εισόδημα,
ζ) ικανοποίηση από τη ζωή,
η) ποιότητα της κατοικίας,
θ) ποιότητα περιβάλλοντος
ι) νέες ευκαιρίες μάθησης.
Η μέτρηση της ποιότητας της ζωής, ειδικά μεταξύ των ηλικιωμένων εξαρτάται από έννοιες που είναι δύσκολο να προσδιορισθούν.
Ένας διαφορετικός τρόπος ζωής μπορεί να είναι το αποτέλεσμα από περιστάσεις ή από επιλογή, ή από έναν συνδυασμό πολλών παραγόντων όπως η κατάσταση της υγείας, ερωτήσεις για το ηθικό και την ευημερία, υλικές συνθήκες και συνθήκες διαβίωσης. Επίσης, θεμελιώδους σημασίας πρέπει να είναι η φύση και η σημαντικότητα για το άτομο,
α) των άτυπων και επίσημων δικτύων στήριξης,
β)o βαθμός και η ποιότητα της καθημερινής φροντίδας.
Αλλά είναι, φυσικά, η αλληλεπίδραση αυτών των διαφορετικών επιρροών, που συνδέεται με την υποκειμενική απάντηση του ενδιαφερόμενου προσώπου, η οποία καθορίζει τελικά την ποιότητα της ζωής του ίδιου.
Η «ποιότητα ζωής» στην τρίτη ηλικία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως την
καλή σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου, την ικανότητά του να επιτελεί τις καθημερινές του συνήθεις δραστηριότητες ώστε να έχει μια ανεξάρτητη διαβίωση, την οικονομική του ανεξαρτησία, αλλά και την κοινωνική του συμμετοχή και στήριξη από τα κοινωνικά δίκτυα.
Η κοινωνική στήριξη είναι μια βασική έννοια στην κοινωνική γεροντολογία, ενώ υπάρχουν εμπειρικά στοιχεία της σχέσης της με την υγεία και τη συνολική ποιότητα της ζωής στα γηρατειά. Η συχνότητα των κοινωνικών σχέσεων του ηλικιωμένου, ο βαθμός στον οποίο αλληλεπιδρά με άλλα άτομα, σχετίζονται με τους δείκτες υγείας, και το πώς το άτομο αντιλαμβάνεται την προσωπική του ευημερία, και την ποιότητα της ζωής του.
ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΔΙΑΒΙΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ
Άτομα με ανεξάρτητη διαβίωση έχουν καλή λειτουργικότητα, αλλά και θετική αντίληψη για την υγεία τους. Όσον αφορά στην στήριξη που λαμβάνουν (υποκειμενική) οι ηλικιωμένοι την αντιλαμβάνονται περισσότερο ως βοήθεια σε πρακτικά ζητήματα, παρά σε ουσιαστική κάλυψη των συναισθηματικών τους αναγκών. Επίσης πολύ σημαντικός για τους ηλικιωμένους είναι ο ρόλος της οικογένειας και συγκεκριμένα του συζύγου και των παιδιών για την παροχή φροντίδας. Η ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού με ενημερωτικές ομιλίες και επαφές, που αποσκοπούν στην κατανόηση των ειδικών προβλημάτων των υπερηλίκων, βοηθά μακροπρόθεσμα στην αλλαγή των κοινωνικών στάσεων προς τους ηλικιωμένους, τους πάσχοντες και το συγγενικό τους περίγυρο. Κατά συνέπεια, η φροντίδα των υπερηλίκων που έχουν ανάγκη είναι ένα καθήκον για την επίτευξη του οποίου θα πρέπει να αναπτυχθούν όλοι οι μηχανισμοί αλληλεγγύης μεταξύ των ατόμων τόσο στο μικροκοινωνικό όσο και στο μακροκοινωνικό επίπεδο. Σημαντική είναι η παρουσία του οικογενειακού περιβάλλοντος στην ζωή του ηλικιωμένου, όμως πέρα από την βοήθεια σε πρακτικά θέματα θα πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση και στις συναισθηματικές ανάγκες των ηλικιωμένων καθώς είναι μια έλλειψη που την εντοπίζουν οι ίδιοι.
Από την άλλη, για να σχεδιαστεί αποτελεσματική κοινωνική πολιτική για την φροντίδα των ηλικιωμένων, χρειάζονται γνώσεις για πολλά θέματα που αφορούν στα άτυπα δίκτυα βοήθειας, όπως το πώς λειτουργούν, ποια είναι τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που παρέχουν ή δεν παρέχουν, ποιοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη λειτουργία τους και τα είδη που παρέχουν, ποιος είναι ο καταμερισμός της εργασίας- φροντίδας ανάμεσα στα μέλη του δικτύου, και τέλος και σημαντικότερο ποιες είναι οι επιπτώσεις της παροχής άτυπης φροντίδας σε αυτούς που παρέχεται η φροντίδα και σε αυτούς που παρέχουν την φροντίδα. Οι φορείς παροχής κοινωνικών υπηρεσιών κατατάσσονται σε τέσσερις τομείς, είναι ο Δημόσιος τομέας, ο Εθελοντικός μη-κερδοσκοπικός, ο ιδιωτικός κερδοσκοπικός τομέας, και τα άτυπα δίκτυα φροντίδας. Οι φορείς του Δημόσιου τομέα, του εθελοντικού μη κερδοσκοπικού και του ιδιωτικού κερδοσκοπικού αναφέρονται και ως επίσημα δίκτυα φροντίδας. Είναι αυτονόητο ότι η ταξινόμηση αυτή γίνεται για αναλυτικούς λόγους, γιατί στην καθημερινή επαγγελματική πρακτική είναι γνωστό ότι υπάρχει επικάλυψη των φορέων στην παροχή υπηρεσιών.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΓΗΡΑΣ
Η καλή προσαρμογή του ατόμου της μεγάλης ηλικίας στις δυνατότητες και περιορισμού του γήρατος είναι αυτό που αναφέρεται ως «πετυχημένα ή καλά γηρατειά».
Ο Γεροντολογικός Σύλλογος των Η.Π.Α. το 1995, εν όψει των μεγάλων προβλημάτων που εμφανίζονται στην τρίτη ηλικία διατύπωσε το απόφθεγμα: “Add life to years, not just more years to life” (να προσθέτουμε ζωή στα χρόνια, και όχι απλώς περισσότερα χρόνια στη ζωή). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ενδιαφερόμαστε για την ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων ή πώς να επιτύχουμε καλά γηρατειά. Κριτήρια επιτυχών γηρατειών είναι τα εξής:
α) Η διάρκεια ζωής.
β) Η βιολογική υγεία.
γ) Η ψυχική υγεία.
δ) Η γνωστική αποτελεσματικότητα.
ε) Η κοινωνική ικανότητα και παραγωγικότητα.
στ) Η ικανότητα ελέγχου της ζωής μας .
ζ) Η ικανοποίηση από τη ζωή.
Οι μετρήσεις για την αποτίμηση των παραπάνω κριτηρίων, ώστε να μπορούμε να
αποφανθούμε για την ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων ατόμων,
α)είναι αντικειμενικές ,π.χ. στατιστικές μετρήσεις, μετρήσεις με διαγνωστικά μέτρα, κανονιστικά κριτήρια) και
β)υποκειμενικές (π.χ. η ικανοποίηση που φέρει το άτομο, η αυτοεικόνα, και η αυτοεκτίμησή του).
Βρέθηκε, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι συχνά αντισταθμίζουν στις υποκειμενικές εκτιμήσεις τη δυσμενή αντικειμενική πραγματικότητα, και έτσι μπορούμε να έχουμε ίδια ικανοποίηση από άτομα που ζουν σε τελείως αντίθετες συνθήκες ζωής.
Για παράδειγμα, παρά την κακή προσωπική του υγεία, το άτομο αισθάνεται ψυχικά ικανοποιημένο γιατί «θα μπορούσε να ήταν χειρότερα» ή γιατί «οι άλλοι υποφέρουν περισσότερο». Αυτό σημαίνει ότι οι υποκειμενικές εκτιμήσεις δεν αρκούν για την αποτίμηση των πετυχημένων γηρατειών. Είναι αναγκαίες αλλά όχι επαρκείς συνθήκες για τον ορισμό των «επιτυχών γηρατειών». Για κάτι τέτοιο χρειάζονται αντικειμενικά κριτήρια.
Τα αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να είναι:
α) κανονιστικά, δηλαδή κριτήρια που ορίζουν ποια είναι η ιδανική κατάσταση (π.χ. ιδανικά γηρατειά είναι αυτά της «προσφοράς και σοφίας»). Οι ιδανικές αυτές καταστάσεις, όμως, αντανακλούν κυρίως προτεραιότητες της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης. Δεν ισχύουν για όλους τους ανθρώπους.
β) Άλλα κριτήρια μπορεί να είναι προσαρμοστικά (δηλαδή, σε σχέση με την ευελιξία στη συμπεριφορά). Τα κριτήρια αυτά αφορούν την αποτελεσματικότητα του ατόμου στην αντιμετώπιση ποικίλων απαιτήσεων της ζωής.
Η προσαρμοστικότητα φαίνεται π.χ. στην ποιότητα της μνήμης και του γνωστικού συστήματος στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Επομένως τέτοιου είδους υποκειμενικές και αντικειμενικές μετρήσεις δίνουν δείκτες της ευπροσαρμοστίας και του δυναμικού του ατόμου
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
ΖΩΗΣ ΣΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ
Στη δεκαετίες του ’80 και του ’90 έγινε πολλή έρευνα και συζήτηση αναφορικά με την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων, πώς αυτή μπορεί να οριστεί και να μετρηθεί, καθώς και ποιοι παράγοντες την επηρεάζουν .
Ο όρος «ποιότητα ζωής» αναφέρεται στην αξιολόγηση των συνθηκών της ζωής ενός ατόμου, μιας ομάδας, ή ενός πληθυσμού. Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια ή πρότυπα τα όποια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής. Αυτά συνήθως περιλαμβάνουν την ποιότητα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, τη σωματική και ψυχική υγεία και τα διαθέσιμα υποστηρικτικά συστήματα . Η ποιότητα της ζωής είναι ένας συναισθηματικά ουδέτερος όρος και αναφέρεται στη γνωστική αξιολόγηση της κατάστασης της ζωής ενός ατόμου σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια.
Εντούτοις, υπάρχουν επίσης υποκειμενικά κριτήρια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μετρήσουν την ποιότητα της ζωής, δηλαδή πόσο καλή θεωρεί τη ζωή του το ίδιο το άτομο . Αυτά τα κριτήρια αποτελούνται από κρίσεις της ικανοποίησης ζωής, την αντίληψη του ατόμου για την σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική και κοινωνική του λειτουργία, την υγεία του και την οικονομική του κατάσταση, την δυνατότητα του να ακολουθεί ενδιαφέροντα και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, την ενέργεια και τη ζωτικότητα του κ.λπ. Εντούτοις στα κριτήρια της υποκειμενικής ποιότητας ζωής συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο την ικανοποίηση για τη ζωή, αλλά και την υποκειμενική ευημερία και το ηθικό.
- Η ικανοποίηση από τη ζωή , αντικατοπτρίζει το βαθμό που ένα άτομο πιστεύει ότι η ζωή του ικανοποιεί τα δικά του κριτήρια για την ποιότητα ζωής. Είναι μια εκτίμηση του κατά πόσο συγκλίνουν οι στόχοι, οι προσπάθειες, και οι προσδοκίες ενός ατόμου στη ζωή. Ενέχει μια σύγκριση των επιτευγμάτων ενός ατόμου με τις προσδοκίες του .
Αυτό υπονοεί ότι οι κρίσεις για την ικανοποίηση από τη ζωή έχουν και ένα γνωστικό (αξιολόγηση) και ένα συναισθηματικό (ικανοποίηση) μέρος.
- Η υποκειμενική ευημερία σχετίζεται με την ικανοποίηση από τη ζωή αλλά επίσης
διαφέρει, καθώς περιλαμβάνει την αίσθηση της ευτυχίας . Η ευτυχία ορίζεται ως μια παροδική κατάσταση διάθεσης με ενθουσιασμό και χαρά, η οποία αντικατοπτρίζει την κατάσταση του ατόμου σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση του . Είναι μια συναισθηματική αντίδραση σε πρόσφατα ή σε ψυχολογικά τρέχοντα γεγονότα. Η ευτυχία σαν το βαθμό κατά τον οποίο η θετική κατάσταση επικρατεί έναντι της αρνητικής . Η ικανοποίηση απ’ τη ζωή συνεισφέρει στην υποκειμενική ευημερία , αλλά η δεύτερη έχει ένα πιο συναισθηματικό χαρακτήρα.
- Το ηθικό, από την άλλη, αντικατοπτρίζει το κουράγιο, την αυτοπειθαρχία, την
αποτελεσματικότητα και τον ενθουσιασμό ενός ατόμου.
Απεικονίζει την τοποθέτηση ενός ατόμου απέναντι στο μέλλον, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία του . Επομένως, το ηθικό έχει ένα γνωστικό και ένα συναισθηματικό χαρακτήρα, αν και η έμφαση δίνεται στις προσδοκίες για το μέλλον, βασισμένες στην αίσθηση ελέγχου και ανεξαρτησίας του ατόμου.
Μαζί, αυτές οι τρεις ιδιότητες της υποκειμενικής ποιότητας της ζωής δεικνύουν ότι
η ικανοποίηση από τη ζωή είναι ουσιαστικά μια κρίση βασισμένη στο παρελθόν του
ατόμου, η υποκειμενική ευημερία αναφέρεται στο παρόν, ενώ το ηθικό αναφέρεται στομέλλον. Από τα τρία στοιχεία της ποιότητας ζωής, η υποκειμενική ευημερία είναι η περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένη έννοια σε όρους θετικών και αρνητικών συνεπειών ενώ η ικανοποίηση ζωής και το ηθικόν λιγότερο.
2012 – Ευρωπαϊκό Έτος Ενεργού Γήρανσης και Αλληλεγγύης μεταξύ των Γενεών
Στόχος αυτού του έτους ήταν να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση σχετικά με τη συμβολή των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στην κοινωνία. Επιδίωξη ήταν, η ενθάρρυνση των φορέων χάραξης πολιτικής και των ενδιαφερόμενων μερών σε όλα τα επίπεδα να αναλάβουν δράση για να δημιουργηθούν καλύτερες ευκαιρίες παράτασης του επαγγελματικού βίου και να ενισχυθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών.
Τι είναι η ενεργός γήρανση;
Ενεργός γήρανση σημαίνει να μεγαλώνουμε με καλή υγεία και ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας, να αισθανόμαστε πιο ικανοποιημένοι από τη δουλειά μας, πιο ανεξάρτητοι στην καθημερινή μας ζωή και πιο ενεργοί πολίτες. Άσχετα από την ηλικία μας, μπορούμε πάντα να συμμετέχουμε δραστήρια στην κοινωνία και να απολαμβάνουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Στόχος μας πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση του τεράστιου δυναμικού που διαθέτουμε, ακόμη και σε πιο προχωρημένη ηλικία. Το Ευρωπαϊκό Έτος 2012 επιδιώχθηκε να προωθήθει η ενεργός γήρανση σε τρεις τομείς:
Απασχόληση: καθώς το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται σε όλη την Ευρώπη, αυξάνεται και η ηλικία συνταξιοδότησης. Πολλοί όμως φοβούνται ότι δεν θα μπορούν να παραμείνουν στη σημερινή δουλειά τους ή να βρουν άλλη μέχρις ότου μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή σύνταξη. Πρέπει να προσφέρουμε στους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας καλύτερες προοπτικές συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
Συμμετοχή στην κοινωνία: το να συνταξιοδοτηθεί κάποιος δεν σημαίνει ότι θα μπει στο περιθώριο. Συχνά παραβλέπεται η κοινωνική συμβολή των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας είτε με τη μορφή φροντίδας που παρέχουν σε άλλους, στους γονείς, στους συζύγους ή στα εγγόνια τους, είτε με τη μορφή εθελοντικής εργασίας. Το Ευρωπαϊκό Έτος επιδιώκει να διασφαλίσει μεγαλύτερη αναγνώριση της συμβολής των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στην κοινωνία και να δημιουργήσει γι΄αυτούς ευνοϊκότερες συνθήκες.
Ανεξάρτητη διαβίωση: καθώς γερνούμε, έχουμε όλο και περισσότερα προβλήματα υγείας, αλλά μπορούμε να κάνουμε πολλά για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση. Πολύ μικρές αλλαγές στο περιβάλλον μας μπορούν να έχουν τεράστιο όφελος για τα άτομα με διάφορα προβλήματα υγείας ή αναπηρίες. Ενεργός γήρανση σημαίνει επίσης να έχουμε τη δυνατότητα καθώς γερνούμε να ορίζουμε τη ζωή μας για όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια.
Οι στόχοι και οι κατευθυντήριες γραμμές συνίστανται στο πλαίσιο της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, της προαγωγής ενός υγιούς και ενεργού γηράσκοντος πληθυσμού, της προώθησης της κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας, της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών και της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, που θα συμβάλει, μεταξύ άλλων, στην επίτευξη υψηλής απασχόλησης, στην επένδυση στις δεξιότητες και στη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η προώθηση της ενεργού γήρανσης συνεπάγεται τη δημιουργία καλύτερων ευκαιριών ώστε οι ηλικιωμένοι, γυναίκες και άνδρες, να μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο που τους αναλογεί στην αγορά εργασίας, καταπολεμώντας τη φτώχεια, ιδίως τη φτώχεια των γυναικών, και τον κοινωνικό αποκλεισμό, προάγοντας τον εθελοντισμό και την ενεργό συμμετοχή στην οικογενειακή ζωή και την κοινωνία και ενθαρρύνοντας την υγιή και αξιοπρεπή γήρανση. Τούτο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την προσαρμογή των συνθηκών εργασίας, την καταπολέμηση των αρνητικών στερεοτύπων και διακρίσεων λόγω ηλικίας, τη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία, τον προσανατολισμό των προγραμμάτων διά βίου μάθησης στις ανάγκες ενός γηράσκοντας εργατικού δυναμικού και την εξασφάλιση της επάρκειας των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και της παροχής των κατάλληλων κινήτρων.
Γενικός στόχος του ευρωπαϊκού έτους ήταν να διευκολύνει τη δημιουργία μιας κουλτούρας ενεργού γήρανσης στην Ευρώπη που θα βασίζεται σε μια κοινωνία για όλες τις ηλικίες. Στο πλαίσιο αυτό, ενθαρρύνονται και υποστηρίζονται οι προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη μέλη, οι περιφερειακές και τοπικές αρχές τους, οι κοινωνικοί εταίροι, η κοινωνία των πολιτών και η επιχειρηματική κοινότητα, περιλαμβανομένων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για να προωθήσουν την ενεργό γήρανση και να αξιοποιήσουν αποτελεσματικότερα το δυναμικό του ταχέως αυξανόμενου πληθυσμού ηλικίας πλησίον ή άνω των 60 ετών. Με αυτό τον τρόπο ενισχύει την αλληλεγγύη και τη συνεργασία μεταξύ των γενεών,
Λαμβάνοντας υπόψη την πολυμορφία και την
Ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με την αξία της ενεργού γήρανσης και τις ποικίλες διαστάσεις της. Διασφάλιση απόδοσης προτεραιότητας στο θέμα αυτό στην πολιτική ατζέντα των ενδιαφερόμενων μερών σε όλα τα επίπεδα, προκειμένου να τονιστεί η χρήσιμη συμβολή των ηλικιωμένων στην κοινωνία και την οικονομία. Προώθηση της ενεργού γήρανση, της αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, αξιοποίηση αποτελεσματικότερα του δυναμικού των ηλικιωμένων, και να δοθεί η δυνατότητα μιας αξιοπρεπής και ανεξάρτητης γήρανσης.
Ενίσχυση του διαλόγου, ανταλλαγή πληροφοριών και ανάπτυξη της αμοιβαίας μάθησης μεταξύ των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων μερών σε όλα τα επίπεδα, προκειμένου να προωθηθούν οι πολιτικές για την ενεργό γήρανση, να προσδιοριστούν και να διαδοθούν ορθές πρακτικές και να ενθαρρυνθούν η συνεργασία και οι συμπράξεις.
Διαμόρφωση ενός πλαισίου για ανάληψη δεσμεύσεων και συγκεκριμένων δράσεων, ώστε να είναι σε θέση η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη σε όλα τα επίπεδα (με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, των κοινωνικών εταίρων και των επιχειρήσεων) να διαμορφώσουν καινοτόμες λύσεις, πολιτικές και μακροπρόθεσμες στρατηγικές, με ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση στρατηγικών πληροφόρησης. Επιδίωξη για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων σχετικά με την ενεργό γήρανση και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών.
Προαγωγή δραστηριοτήτων που θα βοηθήσουν να καταπολεμηθούν οι διακρίσεις λόγω ηλικίας, να ξεπεραστούν τα σχετικά με την ηλικία στερεότυπα και να αρθούν τα εμπόδια, ιδίως όσον αφορά την ικανότητα απασχόλησης.
Πολύ συχνά η γήρανση αντιμετωπίζεται τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο ως απειλή και όχι ως επίτευγμα. Οι εργαζόμενοι που ηλικιακά φτάνουν να δικαιούνται σύνταξη θεωρούνται βάρος για τους πιο νέους εργαζομένους. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η μέση ηλικία στην Ε.Ε. είναι 39,8 έτη, ενώ έως το 2060 η μέση ηλικία των πολιτών της Ε.Ε. αναμένεται να φτάσει στα 47,2 έτη. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας από 65 ετών και άνω αναμένεται να φτάσει σχεδόν στο 30% του συνολικού πληθυσμού της Ε.Ε. έως το 2060 (αντί για ποσοστό 16% το 2010). Και όμως, σήμερα η υγεία των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας τείνει να είναι πολύ καλύτερη από αυτή των προηγούμενων γενεών.
Επίσης, οι νεότεροι σε ηλικία μπορεί να επωφεληθούν από τις πολύτιμες δεξιότητες και εμπειρίες των γηραιότερων. Το κλειδί για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της γήρανσης είναι να παραμείνουμε ενεργοί. Η διαγενεακή αλληλεγγύη είναι εξαιρετικά σημαντική ειδικά στη σημερινή εποχή που τα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα περνούν κρίση.
Παράδειγμα για το πώς μπορούν να συνεργαστούν άριστα οι διαφορετικές γενιές αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, η οποία λόγω της αλλαγής των μηχανημάτων της και της ελλιπούς κατάρτισης των μεγαλύτερων σε ηλικία υπαλλήλων προχώρησε σε μαζικές απολύσεις / πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να αποσύρει μεγάλο αριθμό αυτοκινήτων νέας τεχνολογίας από την αγορά λόγω τεχνικών προβλημάτων (ζημιά πολλών εκατομμυρίων ευρώ).
Σκέφτηκαν λοιπόν να καλέσουν τους παλιούς υπαλλήλους και να ζητήσουν τη γνώμη τους. Όταν ρώτησαν έναν συνταξιούχο για ποιο λόγο πιστεύει πως δεν πήγε καλά η νέα γενιά αυτοκινήτων, απάντησε: «Εγώ δεν γνωρίζω από νέες τεχνολογίες…εγώ το αυτοκίνητο πρέπει να το ακούσω για να σας πω τι βλάβη έχει». Από εκείνη τη μέρα η εταιρεία προσέλαβε συνταξιούχους ως μέντορες δίπλα στους νεότερους. Πρόκειται για μια τρανταχτή απόδειξη του πώς μπορούν να προκύψουν πραγματικά υπέροχες συνεργασίες, με εξαιρετικά αποτελέσματα, όταν οι νέοι ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους γηραιότερους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κωσταρίδου –Ευκλείδη Α., 2008, ΘΕΜΑΤΑ ΓΗΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ, Ελληνικά Γράμματα.
- Δαρδαβέσης θ. & all, 1995, O οικονομικά ενεργός πληθυσμός των υπερηλίκων στην Ελλάδα, Κοινωνία Οικονομία και Υγεία.
- Γρηγοριάδου Α. & all , 1991, Ωρίμανση και γήρανση του ελληνικού πληθυσμού, Ελληνική Ιατρική.